- καταφώτιστος
- -η, -οκατάφωτος, γεμάτος λάμψη, καταφωτισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταφωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Ημερολόγιον Αθηναϊκόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφώτιστος — καταφώτιστος, η, ο και κατάφωτος, η, ο αυτός που φωτίζεται πολύ, φωτόλουστος: Το δωμάτιο αυτό είναι καταφώτιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)